- αβαντουρίνης
- Ορυκτό, παραλλαγή του χαλαζία. Το ερυθροκάστανο χρώμα του οφείλεται στα μικρά λέπια μαρμαρυγίου που περιέχει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβαντoυρoειδής χαλαζίας — Το ορυκτό αβαντουρίνης (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
αβαντουρινοειδής ύαλος — Γυαλί που περιέχει ψήγματα χαλκού, ορατά με γυμνό μάτι. H χημική του σύσταση είναι: 41% SiO2, 9% Κ2O, 45% PbO, 5% CuO. Ονομάζεται και τεχνητός αβαντουρίνης … Dictionary of Greek